- καντίνι
- το(λ. ιταλ.), χορδή μουσικού οργάνου, που αποδίδει το λεπτότερο και οξύτερο ήχο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καντίνι — το 1. η χορδή ενός μουσικού οργάνου που δίνει τον λεπτότερο ήχο 2. φρ. α) «είναι στο καντίνι» είναι έτοιμος β) «είναι ντυμένος στο καντίνι» είναι άψογα ντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cantino < ρ. cantare «τραγουδώ»] … Dictionary of Greek
λαούτο — Έγχορδο μουσικό όργανο με δακτυλική εκτέλεση. Το ηχείο του έχει σχήμα αχλαδιού σε κάθετη τομή, η επίπεδη πλευρά του οποίου παρουσιάζει στη μέση μια οπή, που συνήθως είναι διακοσμημένη με λεπτά σκαλίσματα και ονομάζεται ροζέτα. Η λαβή –κατά μήκος… … Dictionary of Greek